-
1 συν-υφαίνω
συν-υφαίνω, zusammenweben, verweben, übertr., zu Stande bringen, bes. listig anstiften; συνυφανϑῆναι, Her. 5, 105; ἐξ ὧν τὸν ὑπόλοιπον λόγον δεῖ ξυνυφανϑῆναι, Plat. Tim. 69 a, vgl. Polit. 305 e; auch med., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς ξυνυφηνάμενος, Tim. 78 b; dicht zusammenbringen, ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται, Ael. H. A. 15, 3, u. öfter; Luc. hist. conscr. 48.
См. также в других словарях:
συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… … Dictionary of Greek